- μονόχρονος
- μονόχρονοςoccupying one time-unitmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονόχρονος — μονόχρονος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από έναν μόνο προσωδιακό χρόνο 2. αυτός που έχει μία μόνο ποσότητα, δηλ. που αποτελείται από μία βραχεία συλλαβή 3. εφήμερος, προσωρινός, πρόσκαιρος («τὴν εὐδαιμονίαν βεβλῆσθαι καὶ μονόχρονον αὐτὴν… … Dictionary of Greek
μονόχρονον — μονόχρονος occupying one time unit masc/fem acc sg μονόχρονος occupying one time unit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόχρονα — μονόχρονος occupying one time unit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόχρονοι — μονόχρονος occupying one time unit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοχρονίς — επίρρ. κατά τη διάρκεια ενός έτους, μέσα σε ένα έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονόχρονος + επιρρμ. κατάλ. ις] … Dictionary of Greek
μονοχρονώ — μονοχρονῶ, έω (Α) [μονόχρονος] έχω έναν μόνο προσωδιακό χρόνο, μία μόνο χρονική μονάδα … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek